- προἱστορημένων
- προῑστορημένων , πρό-ἱστορέωinquire intoperf part mp fem gen plπροῑστορημένων , πρό-ἱστορέωinquire intoperf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προιστορημένων — προῑστορημένων , πρό ἱστορέω inquire into perf part mp fem gen pl προῑστορημένων , πρό ἱστορέω inquire into perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προϊστορώ — έω, Α [προΐστωρ] 1. κάνω έρευνα προηγουμένως 2. αναφέρω ως προεισαγωγή 3. παθ. προϊστοροῡμαι, έομαι αναφέρομαι προηγουμένως («ἡμεῑς τε δόξομεν εὐλόγως ἐφάπτεσθαι τῶν ἤδη προϊστορημένων ἑτέροις», Πολ.) 4. (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ… … Dictionary of Greek